ἀκανθόνωτος

ἀκανθόνωτος
ἀκανθό-νωτος, ον,
A prickle-backed, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκανθόνωτος — prickle backed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακανθόνωτος — η, ο (Α ἀκανθόνωτος, ον) αυτός που έχει αγκάθια στην επιφάνεια τής ράχης τού σώματος (π. χ. ο εχίνος, ο ακανθόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + νωτος < νῶτον] …   Dictionary of Greek

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”